λευκός

λευκός
η , ό[ν]
1) белый, светлый;

λευκός οίνος — белое вино;

λευκός άρτος — белый хлеб;

2) белый, светлокожий;

λευκή φυλή — белая раса;

3) перен. чистый, незапятнанный, безупречный;

λευκός υπάλληλος — безупречный; — служащий;

έχει λευκό παρελθόν — у него незапятнанное прошлое;

§ λευκόν φως — солнечный свет;

λευκός άνθραξ — белый уголь, водная энергия;

λευκή νύξ — бессонная ночь;

λευκες νύχτες — белые ночи;

λευκή σημαία — белый флаг;

λευκή ψήφος — а) тот, кто воздержался от голосования; — б) голос, поданный за оправдательный приговор (в суде);

-'ή περιστερά ирон. невинный младенец;

εμπόριον λευκής σαρκός — торговля живым товаром;

λευκοί — белые, белогвардейцы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "λευκός" в других словарях:

  • λευκός — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῦκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκος — a fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * (I) λεῡκος, ὁ (Α) [λευκός] ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.). (II) λεῡκος, ὁ (Μ) η λεύκα.… …   Dictionary of Greek

  • Λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * Λεῡκος, ὁ (Α) θεότητα στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός >… …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκὸς κορώνας. — См. Редкая птица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Πύργος — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»